- πολυθρύλητος
- -η, -ο / πολυθρύλητος και πολυθρύλλητος, -ον, ΝΜΑαυτός, γύρω από τον οποίο υπάρχουν πολλοί θρύλοι, ονομαστός («καὶ εἶμι πάλιν ἐπ' ἐκεῖνα τὰ πολυθρύλητα», Πλάτ.).επίρρ...πολυθρυλήτως ΝΑ και πολυθρύλητα Νμε πολυθρύλητο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + θρυλοῦμαι (πρβλ. πασι-θρύλητος)].
Dictionary of Greek. 2013.